- κάδδιχος
- κάδδιχος, ὁ (Α)1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα2. κάλπη3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον*β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-δδ-) και επίθημα -ιχος (πρβλ. οσσ-ίχος)].
Dictionary of Greek. 2013.